- αμυλολυτικός
- ο βιοχ.αυτός που έχει τις ιδιότητες τής αμυλάσης, π.χ. αμυλολυτικό ένζυμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… … Dictionary of Greek